- κατεντυγχάνω
- κατά-ἐντυγχάνωlight uponpres subj act 1st sgκατά-ἐντυγχάνωlight uponpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεντυγχάνω — (AM) υποβάλλω σε έναν ανώτερο ή σε άρχοντα τα παράπονά μου εναντίον κάποιου, κατηγορώ κάποιον, μιλώ εναντίον κάποιου αρχ. ζητώ συνέντευξη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐν ῶπα «ενώπιον» (< ἐν + ὤψ «όψη»)] … Dictionary of Greek